Ακολουθώντας στην άμμο τα βήματα της μοναξιάς
άφησα τα ίχνη μου επάνω της θέλοντας να δείξω
στις χαμένες ελπίδες τον δρόμο για το όνειρο.
Δίπλα μου η θάλασσα μουρμουρίζοντας
παιχνιδιάρικα με καλούσε ν’
άφησα τα ίχνη μου επάνω της θέλοντας να δείξω
στις χαμένες ελπίδες τον δρόμο για το όνειρο.
Δίπλα μου η θάλασσα μουρμουρίζοντας
παιχνιδιάρικα με καλούσε ν’
ακουμπήσω
τα χέρια μου στο γαλάζιο της.
τα χέρια μου στο γαλάζιο της.
Της έδειξα την σκέψη μου που ανάλαφρη
πετάριζε καβάλα στις αχτίδες του ήλιου
σιωπηλά περιμένοντας την συνάντηση με το αύριο
που μάταιη διαγραφόταν ανάμεσα
στις χαραμάδες των γκρίζων σκιών.
πετάριζε καβάλα στις αχτίδες του ήλιου
σιωπηλά περιμένοντας την συνάντηση με το αύριο
που μάταιη διαγραφόταν ανάμεσα
στις χαραμάδες των γκρίζων σκιών.
Τότε άκουσα την πνοή του ανέμου
να ακουμπάει αναριγώντας στα ξερά κλαδιά
των δέντρων που έμειναν έξω
από το κάδρο μια φωτογραφίας αφημένης
ανάμεσα σε ξεχασμένες αναμνήσεις
και σκόρπια κιτρινισμένα φύλλα
αλλοτινών φθινόπωρων.
Σήκωσα το βλέμμα μου να δω τα σύννεφανα ακουμπάει αναριγώντας στα ξερά κλαδιά
των δέντρων που έμειναν έξω
από το κάδρο μια φωτογραφίας αφημένης
ανάμεσα σε ξεχασμένες αναμνήσεις
και σκόρπια κιτρινισμένα φύλλα
αλλοτινών φθινόπωρων.
που μάζευαν τα χρώματα του ορίζοντα
ξέροντας πως οι επιθυμίες δεν χάνονται
πίσω από την σκιά του φεγγαριού.