Θυμάσαι μωρό μου εκείνη την μέρα που μου έλεγες
Σήμερα μην φορέσεις παντελόνι
φόρα το κόκκινο φουστάνι εκείνο ναι που σε κάνει να μοιάζεις έρωτας
και τα ψηλά τακούνια σου
Θέλω στην διαδρομή να σου χαϊδεύω τα όμορφα πόδια σου κι εσύ να αναριγάς
λες και ανάλαφρος αέρας σ ακουμπά
Κι ύστερα εκεί στην ταβέρνα κάτω από το τραπέζι να σε ακουμπώ διακριτικά
Χαμόγελο στα χείλη σου να ανθίζει και οι άλλοι να αναρωτιούνται
το λόγο που χαμογελάς
Να είναι εκείνο το ουζάκι η μήπως η θέα προς την θάλασσα
Πάντα εκείνο το τραπέζι επιλέγαμε μαζί
Με θέα την θάλασσα τους γλάρους να θαυμάζουμε
Μα και τα καράβια που πήγαιναν κι έρχονταν διαρκώς
μου έλεγες ψιθυριστά
Που να πηγαίνουν άραγε όλοι τούτοι οι άνθρωποι διαρκώς
Να έχουν έναν ερωτα που τους περιμένει σε κάποιο λιμάνι ;
Να ανταλλάξουν στιγμές σαν εραστές Κι ύστερα να γυρίζουν πίσω στην ζωή τους την ανούσια που όμως ν αλλάξουν δεν θέλουν
Από φόβο για το καινούριο η μήπως έλλειψη αυτοπεποίθησης
Από φόβο απαντούσα σιγανά
Θυμάσαι μωρό μου;
Τώρα μονάχη μου αγναντεύω την θάλασσα και μ ενοχλεί το σκούξιμο των γλάρων
μα πιότερο το πέταγμα τους στ ανοικτά να μου θυμίζει την δική μου στασιμότητα
Τελμάτωσα σου γράφω
Δεν πειράζει μου απαντάς Βρες το κουράγιο να συνεχίσεις
Είναι τότε που φωνάζω τον σερβιτόρο Ένα ουζάκι ακόμα σε παρακαλώ
Να θολώσω την σκέψη να ταξιδέψω σε χωροχρόνο μηδενικό και ο αχός της θάλασσας να μου μοιάζει σαν βρυχηθμός υποβρυχίου στην αχανή χοάνη της άδειας ψυχής μου
Νωπές οι μνήμες στιγματίζουν τις στιγμές
Χαμόγελο αχνό χαράζεται στα χείλη Η σκέψη μεθυσμένη ακολουθεί τρεκλίζοντας το καράβι που σηκώνει άγκυρα
Απροσδόκητη επιθυμία με κυριεύει Να μπω μέσα , να φύγω για οπουδήποτε αρκεί να ξεφύγω από το τέλμα
Να καταφέρω να ενταφιάσω τις μνήμες
Σου έγραψα ξανά Μωρό μου Λύγισα
Κι ύστερα έκλεισα το κινητό
Θέλησα μονό να κρατήσω τον καθρέπτη των ματιών σου για συντροφιά μου
Με βρήκε η νύκτα ακίνητη το πέλαγος να αγναντεύω και να αφήνομαι να νιώθω πως κατοικώ μέσα σου
Να σου μεταγγίζω τον έρωτα μου
Κ.Π.
Σήμερα μην φορέσεις παντελόνι
φόρα το κόκκινο φουστάνι εκείνο ναι που σε κάνει να μοιάζεις έρωτας
και τα ψηλά τακούνια σου
Θέλω στην διαδρομή να σου χαϊδεύω τα όμορφα πόδια σου κι εσύ να αναριγάς
λες και ανάλαφρος αέρας σ ακουμπά
Κι ύστερα εκεί στην ταβέρνα κάτω από το τραπέζι να σε ακουμπώ διακριτικά
Χαμόγελο στα χείλη σου να ανθίζει και οι άλλοι να αναρωτιούνται
το λόγο που χαμογελάς
Να είναι εκείνο το ουζάκι η μήπως η θέα προς την θάλασσα
Πάντα εκείνο το τραπέζι επιλέγαμε μαζί
Με θέα την θάλασσα τους γλάρους να θαυμάζουμε
Μα και τα καράβια που πήγαιναν κι έρχονταν διαρκώς
μου έλεγες ψιθυριστά
Που να πηγαίνουν άραγε όλοι τούτοι οι άνθρωποι διαρκώς
Να έχουν έναν ερωτα που τους περιμένει σε κάποιο λιμάνι ;
Να ανταλλάξουν στιγμές σαν εραστές Κι ύστερα να γυρίζουν πίσω στην ζωή τους την ανούσια που όμως ν αλλάξουν δεν θέλουν
Από φόβο για το καινούριο η μήπως έλλειψη αυτοπεποίθησης
Από φόβο απαντούσα σιγανά
Θυμάσαι μωρό μου;
Τώρα μονάχη μου αγναντεύω την θάλασσα και μ ενοχλεί το σκούξιμο των γλάρων
μα πιότερο το πέταγμα τους στ ανοικτά να μου θυμίζει την δική μου στασιμότητα
Τελμάτωσα σου γράφω
Δεν πειράζει μου απαντάς Βρες το κουράγιο να συνεχίσεις
Είναι τότε που φωνάζω τον σερβιτόρο Ένα ουζάκι ακόμα σε παρακαλώ
Να θολώσω την σκέψη να ταξιδέψω σε χωροχρόνο μηδενικό και ο αχός της θάλασσας να μου μοιάζει σαν βρυχηθμός υποβρυχίου στην αχανή χοάνη της άδειας ψυχής μου
Νωπές οι μνήμες στιγματίζουν τις στιγμές
Χαμόγελο αχνό χαράζεται στα χείλη Η σκέψη μεθυσμένη ακολουθεί τρεκλίζοντας το καράβι που σηκώνει άγκυρα
Απροσδόκητη επιθυμία με κυριεύει Να μπω μέσα , να φύγω για οπουδήποτε αρκεί να ξεφύγω από το τέλμα
Να καταφέρω να ενταφιάσω τις μνήμες
Σου έγραψα ξανά Μωρό μου Λύγισα
Κι ύστερα έκλεισα το κινητό
Θέλησα μονό να κρατήσω τον καθρέπτη των ματιών σου για συντροφιά μου
Με βρήκε η νύκτα ακίνητη το πέλαγος να αγναντεύω και να αφήνομαι να νιώθω πως κατοικώ μέσα σου
Να σου μεταγγίζω τον έρωτα μου
Κ.Π.