Κοίταξες πίσω και με μια κίνηση
που διέγραψαν τα χέρια σου
προσδίδοντας αμηχανίες και βιαιότητες
αλλοτινών ξεχασμένων στιγμών
μην αντέχοντας ν’ αντικρίσεις
την υποφώτεινη απαλότητα του δειλινού,
υπομένοντας ακόμη την κόντρα
με τη μοναξιά του τοπίου,
παραμέρισες την κουρτίνα
που έκρυβε μακροχρόνια αποχή
από ελπίδες κρυμμένες σε κατάστιχα
στοιβαγμένες στις αραχνιασμένες γωνιές της σκέψης.
Ανατρέχοντας στις κιτρινισμένες σελίδες
κάποιων τετραδίων που περίμεναν να διαβαστούν
από την ανάγκη και την καρτερικότητα,
συντροφεύοντας τις αμήχανες διελεύσεις
ανάμεσα σε διαδρόμους που χαράχτηκαν
από την λάμψη των ματιών
σου,
σταμάτησες σ’ εκείνη την σελίδα
που ανάσαινε ακόμη κυριευμένη από τον πόθο
μισοτελειωμένων τελέσεων στον βωμό του έρωτα.
Βιάστηκες να την κλείσεις
μην αντέχοντας τους χτύπους της καρδιάς
που ηχούσαν στον ρυθμό εκείνου
του ξεχασμένου εκκρεμούς.
που διέγραψαν τα χέρια σου
προσδίδοντας αμηχανίες και βιαιότητες
αλλοτινών ξεχασμένων στιγμών
μην αντέχοντας ν’ αντικρίσεις
την υποφώτεινη απαλότητα του δειλινού,
υπομένοντας ακόμη την κόντρα
με τη μοναξιά του τοπίου,
παραμέρισες την κουρτίνα
που έκρυβε μακροχρόνια αποχή
από ελπίδες κρυμμένες σε κατάστιχα
στοιβαγμένες στις αραχνιασμένες γωνιές της σκέψης.
Ανατρέχοντας στις κιτρινισμένες σελίδες
κάποιων τετραδίων που περίμεναν να διαβαστούν
από την ανάγκη και την καρτερικότητα,
συντροφεύοντας τις αμήχανες διελεύσεις
ανάμεσα σε διαδρόμους που χαράχτηκαν
από την λάμψη των ματιών
σου,
σταμάτησες σ’ εκείνη την σελίδα
που ανάσαινε ακόμη κυριευμένη από τον πόθο
μισοτελειωμένων τελέσεων στον βωμό του έρωτα.
Βιάστηκες να την κλείσεις
μην αντέχοντας τους χτύπους της καρδιάς
που ηχούσαν στον ρυθμό εκείνου
του ξεχασμένου εκκρεμούς.