Πάει καιρός που χάθηκαν οι κατευθύνσεις των μονοπατιών.
Τα ίχνη τους σβήνουν –τόσοι τα διαβήκαν -
κάτω από την σκόνη του μεσημεριού
και τα αγχωμένα βήματα των περαστικών
- σκιές δίχως προορισμό – με ρυθμούς που θυμίζουνε
φόβο θανάτου, τα μάτια αδάκρυτα
στερεμένα απ το διάβα του χρόνου.
Στάθηκα με το βλέμμα στραμμένο στο σταυρό του Νότου
παλεύοντας να χαράξω πορεία
προκαλώντας τους ουρανούς να φωτίσουν
- το σκοτάδι με σκιάζει –
τον ορίζοντα του μυαλού μου.
Ο φόβος και η πίστη, πιασμένοι απ το χέρι
σιωπηλά καρτερούν στην απέναντι όχθη
του ποταμού που τα νερά του κυλάνε παρασύροντας
σκιρτήματα καρδιάς και αγγίγματα χειλιών
παρατηρώντας τον ορίζοντα που κομμένος στη μέση
- κομμάτια δυο -
προσπαθούν να ερμηνεύσουν
το αίνιγμα της ομορφιάς και την απελευθέρωση της φαντασίας
τότε που και το τελευταίο κύτταρο της ύπαρξης
γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της ανάγκης.
Θέλησα να σ αγγίξω ακούγοντας το τραγούδι σου,
μιλώντας με το φως που συναντούσε το βλέμμα σου,
δημιουργώντας φαντάσματα – ανασύροντάς τα απ
τα σκοτεινά δωμάτια του μυαλού -
ονειροπολώντας και γνέφοντας τα σύννεφα.
Δεν πρόλαβα και τότε η μοναξιά ακούμπησε
στην ανάγκη της σιωπής.
Τα ίχνη τους σβήνουν –τόσοι τα διαβήκαν -
κάτω από την σκόνη του μεσημεριού
και τα αγχωμένα βήματα των περαστικών
- σκιές δίχως προορισμό – με ρυθμούς που θυμίζουνε
φόβο θανάτου, τα μάτια αδάκρυτα
στερεμένα απ το διάβα του χρόνου.
Στάθηκα με το βλέμμα στραμμένο στο σταυρό του Νότου
παλεύοντας να χαράξω πορεία
προκαλώντας τους ουρανούς να φωτίσουν
- το σκοτάδι με σκιάζει –
τον ορίζοντα του μυαλού μου.
Ο φόβος και η πίστη, πιασμένοι απ το χέρι
σιωπηλά καρτερούν στην απέναντι όχθη
του ποταμού που τα νερά του κυλάνε παρασύροντας
σκιρτήματα καρδιάς και αγγίγματα χειλιών
παρατηρώντας τον ορίζοντα που κομμένος στη μέση
- κομμάτια δυο -
προσπαθούν να ερμηνεύσουν
το αίνιγμα της ομορφιάς και την απελευθέρωση της φαντασίας
τότε που και το τελευταίο κύτταρο της ύπαρξης
γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της ανάγκης.
Θέλησα να σ αγγίξω ακούγοντας το τραγούδι σου,
μιλώντας με το φως που συναντούσε το βλέμμα σου,
δημιουργώντας φαντάσματα – ανασύροντάς τα απ
τα σκοτεινά δωμάτια του μυαλού -
ονειροπολώντας και γνέφοντας τα σύννεφα.
Δεν πρόλαβα και τότε η μοναξιά ακούμπησε
στην ανάγκη της σιωπής.